αρτίφρων

αρτίφρων
ἀρτίφρων, -ον (Α)
ο συνετός, ο γνωστικός, ο φρόνιμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀρτίφρων — sound of mind masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτίφρονα — ἀρτίφρων sound of mind neut nom/voc/acc pl ἀρτίφρων sound of mind masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιφρόνων — ἀρτίφρων sound of mind gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτίφρονας — ἀρτίφρων sound of mind masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτίφρονες — ἀρτίφρων sound of mind masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτίφροσι — ἀρτίφρων sound of mind dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτίφροσιν — ἀρτίφρων sound of mind dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων …   Dictionary of Greek

  • αρτιφρονώ — ἀρτιφρονῶ ( έω) (Μ) [αρτίφρων] είμαι συνετός, γνωστικός, ενεργώ με σύνεση …   Dictionary of Greek

  • μέλεος — (I) ο (Μ μελεός) βλ. μέλεγος. (II) μέλεος, α, ον, θηλ. και ος (Α) 1. αδιάφορος, άχρηστος («οὐδὲ τί σε χρὴ ἑστάμεναι μέλεον σὺν τεύχεσιν», Ομ. Ιλ.) 2. άκαρπος, ανώφελος, άσκοπος 3. (ως προσφώνηση) δυστυχισμένος, άθλιος, ελεεινός («ὦ μέλεοι, τὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”